συνεκκόπτω

συνεκκόπτω
ΜΑ
εκμηδενίζω, εξαλείφω
αρχ.
1. αποκόπτω κάτι μαζί με κάποιον ή συγχρόνως («ταῑς ῥίζαις... συνεκκόπτειν καὶ τὰ βλαστήματα», Γρηγ. Ναζ.)
2. αποκόπτω επί πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐκκόπτω «αποκόπτω, αφαιρώ, εξαλείφω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συνεκκόψαι — συνεκκόπτω help to cut away aor inf act συνεκκόψαῑ , συνεκκόπτω help to cut away aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεκκόψετε — συνεκκόπτω help to cut away aor subj act 2nd pl (epic) συνεκκόπτω help to cut away fut ind act 2nd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεξέκοπτον — συνεκκόπτω help to cut away imperf ind act 3rd pl συνεκκόπτω help to cut away imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεκκεκόφθαι — συνεκκόπτω help to cut away perf inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεκκοπήσεσθαι — συνεκκόπτω help to cut away fut inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεκκόπτειν — συνεκκόπτω help to cut away pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεκκόπτοντας — συνεκκόπτω help to cut away pres part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεκκόψωμεν — συνεκκόπτω help to cut away aor subj act 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεξεκόπη — συνεκκόπτω help to cut away aor ind pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόπτω — (ΑM κόπτω) κόβω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η αναγωγή τού κόπτω σε ΙΕ ρίζα *skep / *skop / *skap «χωρίζω με κοφτερό αντικείμενο» (στην οποία ανήκουν τα σκάπτω, σκέπαρνος, κ.ά.) δεν μπορεί να απορριφθεί, αλλά ούτε και να αποδειχθεί.Το κόπτω είναι αντίστοιχο τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”