συνεκκόψαι — συνεκκόπτω help to cut away aor inf act συνεκκόψαῑ , συνεκκόπτω help to cut away aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκκόψετε — συνεκκόπτω help to cut away aor subj act 2nd pl (epic) συνεκκόπτω help to cut away fut ind act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεξέκοπτον — συνεκκόπτω help to cut away imperf ind act 3rd pl συνεκκόπτω help to cut away imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκκεκόφθαι — συνεκκόπτω help to cut away perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκκοπήσεσθαι — συνεκκόπτω help to cut away fut inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκκόπτειν — συνεκκόπτω help to cut away pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκκόπτοντας — συνεκκόπτω help to cut away pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκκόψωμεν — συνεκκόπτω help to cut away aor subj act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεξεκόπη — συνεκκόπτω help to cut away aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόπτω — (ΑM κόπτω) κόβω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η αναγωγή τού κόπτω σε ΙΕ ρίζα *skep / *skop / *skap «χωρίζω με κοφτερό αντικείμενο» (στην οποία ανήκουν τα σκάπτω, σκέπαρνος, κ.ά.) δεν μπορεί να απορριφθεί, αλλά ούτε και να αποδειχθεί.Το κόπτω είναι αντίστοιχο τού… … Dictionary of Greek